- διάληψις
- (-εως) η уст. трактат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάληψις — ( εως), η (Α) [διαλαμβάνω] 1. λαβή, πιάσιμο και με τα δύο χέρια 2. χωρητικότητα 3. διάκριση, χωρισμός 4. κατανόηση, αντίληψη 5. κρίση, γνώμη 6. πραγματεία … Dictionary of Greek
ԿԱՐԾԻՔ — (ծեաց, ծեօք.) NBH 1 1070 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 13c գ. δόξα, δόκησις, ὐπόνοια , διάληψις, προσδοκία, ὐποψία եւն. opinio, sententia, existimatio, expectatio, suspicio եւն. որ եւ ԿԱՐԾ, ԿԱՐԾՔ. Ճանաչումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)